- ταρίχευσις
- ταρίχευσιςembalmingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταριχεύσεσι — ταρίχευσις embalming fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρίχευσιν — ταρίχευσις embalming fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρίχευση — Επεξεργασία που σκοπό έχει να εμποδίσει την αποσύνθεση των πτωμάτων. Πολύ διαδεδομένη κατά την αρχαιότητα στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, συνδέεται συνήθως με την πίστη στην αθανασία της ψυχής· ανταποκρίνεται πράγματι στην αντίληψη, ότι η ψυχή… … Dictionary of Greek